ναυαρχείο

ναυαρχείο
το
το οίκημα όπου εδρεύει ο ναύαρχος και η υπηρεσία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναυαρχείο — το 1. οικοδόμημα όπου είναι εγκατεστημένος ο ναύαρχος, η έδρα τού ναυάρχου, καθώς και οι υπηρεσίες και τα γραφεία που υπάγονται σε αυτήν 2. ονομασία κατά το 1944 τού ελληνικού υπουργείου Ναυτικών στην Αλεξάνδρεια 3. (στην Αγγλία και σε άλλα… …   Dictionary of Greek

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • Αδρίας — I Αρχαία ονομασία της Αδριατικής θάλασσας. Λεγόταν επίσης και ΑδριακόςΑδριατικόν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 163) πως οι Φωκαείς, οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινά ταξίδια, έφτασαν πρώτοι στην Αδριατική: «...Τον τε Αδρίην και την Ιβηρίην …   Dictionary of Greek

  • Γιουτλάνδη — (δαν. Jylland, γερμ. Jutland). Χερσόνησος (περ. 42.000 τ. χλμ.) της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται προς τα ΒΔ, μεταξύ της Βόρειας θάλασσας στα Δ και του Κατεγάτη και του Μικρού Βέλτη προς τα Α. Το βόρειο τμήμα της, που είναι και το… …   Dictionary of Greek

  • Δανέζης, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1770 – Αίγινα 1830). Αγωνιστής του 1821. Πριν αρχίσει η Επανάσταση ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη και είχε γίνει πολύ πλούσιος. Είχε δική του τράπεζα και συναλλασσόταν με το τουρκικό ναυαρχείο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Κόδριγκτον, Έντουαρντ — (Edward Codrington, 1770 – 1851). Άγγλος ναύαρχος. Εκπαιδεύτηκε στο κολέγιο του Χάρι και κατατάχτηκε στο ναυτικό το 1783. Διακρίθηκε στον βομβαρδισμό του Φλίσινγκεν και στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ως κυβερνήτης του πολεμικού Ωρίων, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Τζέλικο, Tζον Ράσγουορθ Τζέλικο — (Jellicoe, 1859 – 1935). Βρετανός ναύαρχος. Διετέλεσε διοικητής του ναυτικού πυροβολικού στο Ναυαρχείο και κατόπιν ναύαρχος του στόλου του Ατλαντικού. Στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πολέμου οργάνωσε και διηύθυνε τις ναυτικές επιχειρήσεις στη… …   Dictionary of Greek

  • Τσόρτσιλ, σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ — (Churchill, Οξφόρδη 1874 – Λονδίνο 1965). Άγγλος πολιτικός. Γιος του λόρδου Ράντολφ, τριτότοκου του δούκα του Μάρλμπορο, άρχισε τις σπουδές του στο Χάροου και τις συνέχισε στη στρατιωτική σχολή του Σάντχερστ, απ’ όπου βγήκε το 1895 αξιωματικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”